- προσόψημα
- προσόψημα, ατος, τό,A anything eaten with or besides the regular meal, mostly pl., D.S.2.59, Ph.2.483, Dsc.1.84,107, Ath.4.162c, 7.276e, Sch.Ar.V.962 (v.l. προσέψημα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσόψημα — anything eaten with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψημα — ήματος, τὸ, ΜΑ καθετί που τρώγεται μαζί ή παράλληλα με το κυρίως γεύμα («ἐνίοτε δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄψημα «προσφάγι»] … Dictionary of Greek
προσοψημάτων — προσόψημα anything eaten with neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήμασι — προσόψημα anything eaten with neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήμασιν — προσόψημα anything eaten with neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήματα — προσόψημα anything eaten with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήματι — προσόψημα anything eaten with neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοψήματος — προσόψημα anything eaten with neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσόπλουτον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προσόψημα τὸ σκώληκα ποιῆσαν» … Dictionary of Greek
προσέψημα — ήματος, τὸ, Α [προσέψω] προσόψημα* … Dictionary of Greek